- πανσεβάσμιος
- -α, -ο / πανσεβάσμιος, -ον, ΝΜΑσεβάσμιος σε όλους, πάρα πολύ σεβαστός, πάνσεπτος («Πάσχα μυστικόν, Πάσχα πανσεβάσμιον», Ακολ. Κυρ. Πάσχα)μσν.-αρχ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ πανσεβάσμιοςτιμητική προσωνυμία στους Βυζαντινούς συγγραφείς.
Dictionary of Greek. 2013.